ολοθυμού

ολοθυμού
ὁλοθυμοῡ (Μ)
επίρρ. με πολύ θυμό, με πολλήν οργή («οὕτως εἰπὼν ὁλοθυμοῡ ἐντέστη κατ' ἐμοῡ τε», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + θυμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. πανταχ-ού)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”